υπενοικιαστής

υπενοικιαστής
ο, θηλ. υπενοικιάστρια, Ν
αυτός που υπενοικιάζει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + ενοικιαστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υπενοικιαστής — ο θηλ. άστρια αυτός που υπενοικιάζει (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπεκμισθωτής — ο, θηλ. υπεκμισθώτρια, Ν υπενοικιαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπεκμισθώνω. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. ὑπεκμισθωταί, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • υπομισθωτής — ο / ὑπομισθωτής, ΝΑ, θηλ. υπομισθώτρια Ν υπεκμισθωτής, υπενοικιαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μισθωτής (< μισθῶ)] …   Dictionary of Greek

  • υπεκμισθωτής — ο θηλ. ώτρια ο υπενοικιαστής (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπομίσθωμα — το το ενοίκιο που πληρώνει ο υπενοικιαστής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπομισθωτής — ο θηλ. ώτρια αυτός που υπομισθώνει κάτι, ο υπενοικιαστής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”